Wednesday, October 1, 2008

EAM B': QUIZ 1

QUIZ 1


QUIZ 1



Ποιας μισητής για τους Έλληνες χώρας —κρίνοντας από τα δρακόντεια μέτρα ασφάλειας— είναι η εικονιζόμενη πρεσβεία;





Των ΗΠΑ;

Της Μ. Βρετανίας;

Του Ισραήλ;

ή κάποιου άλλου;


ΑΠΑΝΤΗΣΗ







Και όμως....
Το συγκεκριμένο κτίριο δεν είναι έδρα καμίας πρεσβείας.Καμία πρεσβεία δεν είναι —ή τουλάχιστον δεν θεωρεί ότι είναι— τόσο μισητή,ώστε να δηλώνει τον φόβο της με τόσο ορατό τρόπο.
Το κτίριο αυτό είναι η έδρα του ΚΚΕ.
Αυτό είναι το περίφημο "Σπίτι του Λαού" στον Περισσό.



Τι είδους "σπίτι του λαού" είναι αυτό, που έχει εξοπλιστεί ακριβώς για ν' αντιμετωπίζει μαζικές εισβολές, αυτό είναι ένα μυστήριο. Τι ακριβώς σπίτι έχει ο λαός, που δεν μπορεί να μπει μέσα σ' αυτό, είναι ένα μυστήριο. Ούτε για συμβολικούς λόγους το ΚΚΕ δεν έδωσε έναv λαϊκό χαρακτήρα στο κτίριό του. Δεν έκανε προσβάσιμο ούτε έναν μικρό χώρο. Δεν έφτιαξε έναν κοινόχρηστο χώρο δήθεν για το κοινό. Δεν έφτιαξε ένα υποτυπώδες κυλικείο, για να μπορεί να ξεδιψάσει ένας περαστικός. Δεν έφτιαξε έναν χώρο, όπου δήθεν θα μπορούσε να τον παραχωρεί σε ιδιώτες. Δεν έφτιαξε καν ένα υποτυπώδες μουσείο, για να μπορεί το κοινό να το επισκέπτεται, χωρίς να παραδώσει το "γενεαλογικό του δέντρο" στην ασφάλεια του ΚΚΕ.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί το ΚΚΕ έφτιαξε ένα απόρθητο φρούριο προσβάσιμο μόνον στα στελέχη του; Προς τι οι εκατοντάδες τόνοι σίδηρου περίφραξης και οι δεκάδες κάμερες παρακολούθησης; Το κτίριο του ΚΚΕ απλά αποκαλύπτει με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο αυτά τα οποία δεν θ' αποκαλύψει ποτέ και κανένας Γραμματέας του.

Το ΚΚΕ φοβάται. Φοβάται και γι' αυτό προσαρμόζει τα μέτρα ασφάλειάς του στα μέτρα αυτού που τον φοβίζει. Αυτό είναι το όλο θέμα. Ποιος τον φοβίζει; Το αστικό κράτος; Το αστικό κράτος είναι αυτό που του δίνει δισεκατομμύρια σε ετήσια βάση. Το αστικό κράτος, όταν σε απειλεί, δεν σταματά από φράχτες. Το αστικό κράτος είναι "οπλισμένο" με νόμους και εξουσίες και αυτά δεν σταματάνε μπροστά σε φράχτες. Άρα κάτι άλλο φοβίζει το ΚΚΕ. Τι είναι αυτό; Ο λαός. Τον ελληνικό λαό φοβάται το ΚΚΕ.

Φοβάται μαζική αντίδραση και γι' αυτό έχει χτίσει ένα πραγματικό φρούριο. Αυτό είναι που μας δείχνει με τον πιο απόλυτο τρόπο η θωράκισή του. Η συγκεκριμένη θωράκιση. Μια θωράκιση, η οποία απλά μπορεί να εμποδίσει όχλους να παραβιάσουν πόρτες. Μια θωράκιση, που προστατεύει ένα κτίριο από επίθεση με πέτρες, τούβλα και καδρόνια. Αυτή η θωράκιση αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ φοβάται αυτόν που κατ’ επανάληψη έχει προδώσει.

Φοβάται έναν λαό που βύθισε σε έναν εμφύλιο, γιατί αυτό εξυπηρετούσε τον Στάλιν. Φοβάται έναν λαό που τον έλεγχε στις διάφορες "Γιάρους", επειδή αυτό βόλευε τον Τσόρτσιλ. Φοβάται έναν λαό, που τον βύθισε στον δικομματισμό της μεταπολίτευσης, γιατί αυτό εξυπηρετούσε τους Αμερικανούς.

Το ΚΚΕ τα φοβάται όλα αυτά, γιατί αυτό είναι που μεταφέρει τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στο "πεζοδρόμιο". Τα αστικά κόμματα μπορεί να κάνουν τα ίδια, αλλά δεν είναι αυτά τα οποία έχουν "τριβή" με τον κόσμο. Από απόσταση τα κάνουν. Για' αυτόν τον λόγο η Ρηγίλλης ή η Χαριλάου Τρικούπη δεν έχουν ανάγκη θωράκισης.

Το ΚΚΕ έχει αυτήν την ανάγκη, γιατί έχει επαφή με τον κόσμο. Τον χαφιέδισε, όταν παρίστανε τον συγκρατούμενο στα κελιά του φασισμού. Τον χαφιέδισε, όταν παρίστανε τον συναγωνιστή στις πορείες διαμαρτυρίας. Τον χαφιέδισε, όταν προσπάθησε να κάνει χρήση των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Τον χαφιέδισε, όταν έκλαιγε νεκρούς στα εργοστάσια.
Τον χαφιέδισε, όταν στεναχωριόταν για την ανεργία του.

Γι' αυτόν τον λόγο φοβάται. Έχει αναλάβει τη "βρόμικη" δουλειά του φασιστικού δικομματισμού.

Το ΚΚΕ "δουλεύει" τον κόσμο και γι' αυτό τον φοβάται.

Το ΚΚΕ "καπελώνει" τις αντιδράσεις του και γι' αυτό τον φοβάται.


Το ΚΚΕ "καπηλεύεται" τους αγώνες του και γι' αυτό τον φοβάται.


Το ΚΚΕ "εισπράττει" τις αγωνίες του και γι' αυτό τον φοβάται.


Από αυτόν τον φόβο ξεκινάνε όλα. Ο τρόμος του ΚΚΕ είναι μήπως σε κάποια στιγμή χάσει τον έλεγχο του κόσμου που "δουλεύει" και κατά τη διάρκεια μιας μαζικής και βίαιης αντίδρασης, αντί αυτός ο κόσμος να πάει προς την Αμερικανική Πρεσβεία, αλλάξει πορεία και πάει προς τον Περισσό και τους εγκλωβίσει όλους μαζί σαν τα ποντίκια. Αυτός είναι ο τρόμος του.

Είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο διαφυγής από εκεί. Σχέδιο, που προβλέπει τα πάντα. Από μυστικές εξόδους και μεταμφιέσεις μέχρι κρυμμένα οχήματα. Σχέδιο, που δεν έχει σχέση με τους φαινομενικούς εχθρούς του. Οι "προστάτες" του λαού τον λαό φοβούνται και αυτό φαίνεται.

Οχτρός μου εμέν κ΄η άσοφη σοφία του διαβασμένου

Απο την «Φλογέρα του Βασιλιά» του Κωστή Παλαμά Λόγος Δέκατος

...

Οχτρός μου εμέν κ΄η άσοφη σοφία του διαβασμένου
όλοι οι φονιάδες της ζωής και οι πνίχτες της αλήθειας.
Φύτρα κακή, γραμματικοί, ρητόροι, φιλοσόφοι,
με τα γεμάτα ονόματα και τα άδεια τα κεφάλια,
πλέχτες των αερόλογων και των ανόητων ψάλτες!
Είν’ όμορφος ο θάνατος απ’ ό,τι μέσα του έχει
αξήγητο κι απέραντο κι αθάνατο και μέγα,
κ’ εσείς, αντι να γίνετε των κρίνων τρυγητάδες
που μέσα απο τα μνήματα σαν πιό χλωρά φυτρώνουν,
(γιατί τα πότισαν καρδιές με δάκρυα καί με αίμα),
και κάτου από των αμάραντων κυπαρισσιών τους ίσκιους
αντί να μελετήσετε τον κόσμο που διαβαίνει
κι όλο είν’ ο ίδιος κι όλο αλλάζει, - εσείς γυρτοί στούς τάφους
ταράζετε τα κόκκαλα κια ψηλαφολογάτε
τις κάμπιες, κι απ’ του θανάτου την νέκρα έίναι η ζωή σας.
Καί ζήτε από την ασκήμια σαν καταχωνιασμένοι,
κι’ όλο φανταζεστε πώς είναι αχτίδα της αλήθειας
τάχνόφεγγο του σκέλεθρου και της πυφολαμπίδας,
πάντα στραβοί, κι αγγρίκητα κι αμίλητα σάς είναιv
όλα τα ωραία και ταγαθά, δειχτά ή κρυφά της Πλάσης.
Η γλώσσα που βροντομαχά στο λογο μου είν’ η γλώσσα
Της αργατιάς, της λεβεντιάς, και των ακέριων, και είναι
με τι δική σας άμοιαστη πόχει τα λόγια πάντα
ξεθωριασμένα σα νεκρά και σα μπαλσαμωμένα.
Εμένα ροδοκόκκινα τα λόγια μου σαλεύουν
σαν του ματιού το παίξιμο, και σαν την όψη αλλάζουν,
γιατί στην γλώσσα των απλών, κάθε που την αφήσουν
όλο να δώσει τάνθος της, το Πνεύμα τάγιο πνέει
που χέρια πάει και λογισμούς προς τα μεγάλα έργα.
Και ρίμες και πιττάκια σας κι όλα σας τα γραμμένα,
φύτρα κακή, σχολαστικοί, ξυλόσοφοι, λογάδες,
δεν είναι τίποτε, μπροστ’α στο καταφρονεμένο,
στα άγραφο, σταποσπερινό τραγούδι που ταρχίζει
σάν κατεβαίνη απο το χλωμό βουνόπλαγο ο τσοπάνος
καί του ταρπάζει η θάλασσα και του ταποτελειώνει
στη μέρα που αργοσβύνοντας τακούει, κι αναγαλλιάζει!

Sunday, July 20, 2008

Ἡ μπαλάντα του κυρ-Μέντιου


Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».



Κώστας Βάρναλης

Monday, May 12, 2008

Tου πλούτου αχορταγιά......

Eρωφίλη

Xορός των Kορασίδω

Tου πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,

του χρουσαφιού ακριβειά καταραμένη,

πόσα για σας κορμιά νεκρά απομείνα,

πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι,

πόσες συχνιές μαλιές συναφορμά σας

γροικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!

Στον Aδην ας βουλήσει τ' όνομά σας

κι όξω στη γη μην έβγει να παιδέψει

νου πλιόν ανθρωπινόν η ατυχιά σας.

Γιατί, ως θωρώ, από κει σας είχε πέψει

κιανείς στον κόσμο δαίμονας να 'ρθήτε,

τσ' ανθρώπους μετά σας να φαρμακέψει.

Tη λύπηση μισάτε, και κρατείτε

μακρά τη δικιοσύνη ξορισμένη,

κι ουδέ πρεπό μηδ' όμορφο θωρείτε.

Για σας οι ουρανοί 'ναι σφαλισμένοι

κ' εδώ στον κόσμο κάτω δε μπορούσι

να στέκουν οι αθρώποι αναπαημένοι·

με τσ' αδερφούς τ' αδέρφια πολεμούσι

κι οι φίλοι τσι φιλιές τωνε απαρνούνται

και τα παιδιά τον κύρη τως μισούσι.

Πλούτη καταραμένα, ποιος σας φίλος

με ξένους, μ' εδικούς, με την καρδιά του

δεν είναι λυσσασμένος κι άγριος σκύλος;

Aπόσπασμα από την τραγωδία «Eρωφίλη» του Γεωργίου Xορτάτση (μέσα 16ου αι. - αρχές 17ου αι.), του Pεθύμνιου ποιητή και πατέρα του νεοελληνικού θεάτρου, συγγραφέα επίσης της «Πανώριας» και του «Kατσούρμπου».

Eκδοση «Eρωφίλη» επιμέλεια Στυλιανός Aλεξίου και Mάρθα Aποσκίτη, εκδ. «στιγμή», Aθήνα 2001.